πτερυγιόποδα

πτερυγιόποδα
τα, Ν
ζωολ. τάξη μεγαλόσωμων υδρόβιων θηλαστικών, κατ' άλλους απλή υπόταξη τών σαρκοφάγων, τών οποίων τα άκρα έχουν μετασχηματιστεί σε πτερύγια, όπως είναι λ.χ. οι φώκιες, οι ωταρίες και ο οδόβαινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερύγιο + πούς, ποδός. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. pennipedia (< penna «φτερό» + pes, pedis «πόδι») και μαρτυρείται από το 1889 στο Ἐγκυκλοπαιδικὸν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ωταρία — Πτερυγιόποδα της οικογένειας των ωταριιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Τα θηλαστικά αυτά, των οποίων τα άκρα έχουν σχήμα μεγάλων πτερυγίων, είναι διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες, αλλά προπάντων στο βόρειο ημισφαίριο. Kολυμπούν ταχύτατα, κινούνται …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η …   Dictionary of Greek

  • φώκια — Πτερυγιόποδο θηλαστικό της οικογένειας των φωκιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Η κοινή φ. (phoca vitulina) έχει ωοειδές κεφάλι, ζωηρά μάτια, επάνω χείλος μεγάλο και αρκετά ευκίνητο, εφοδιασμένο με μακριά λευκά μουστάκια. Δεν έχει ωτιαία πτερύγια… …   Dictionary of Greek

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

  • καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …   Dictionary of Greek

  • σκυλόψαρο — Όνομα με το οποίο αναφέρονται διάφοροι σκουάλοι, και ιδιαίτερα ο σκουάλος ο λευκός (carcharodon carcharias), της οικογένειας των Ισουριδών, της τάξης των σκουαλόμορφων. Το σ. αυτό, που απαντιέται αλλά δεν είναι κοινό σε όλες τις θερμές θάλασσες… …   Dictionary of Greek

  • ωταριίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια μεγαλόσωμων υδρόβιων σαρκοφάγων θηλαστικών τής τάξης πτερυγιόποδα, με τυπικό το γένος ωταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. otariidae (< ωταρία + κατάλ. ίδες*)] …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • νηκτό — Το σύνολο των ζώων που, προικισμένα με όργανα κίνησης, μπορούν να κινούνται ενεργά στο υδάτινο περιβάλλον. Ο όρος ν. (σημαίνει αυτό που κολυμπά) χρησιμοποιείται σε αντίθεση με το πλαγκτόν, το σύνολο δηλαδή των οργανισμών που αφήνονται να… …   Dictionary of Greek

  • πτερύγια — Όργανα κυρίως σταθεροποιητικά, με τα οποία είναι προικισμένα τα ψάρια. Τα άρτια π. αντιστοιχούν με τα 2 ζεύγη των άκρων των άλλων σπονδυλωτών· γενικά υπάρχουν 2 στηθαία π. και 2 κοιλιακά· μερικές φορές τα δεύτερα και σπανιότερα τα πρώτα μπορούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”